- νομικισμός
- ο1. δικολαβίστικη και σοφιστική ερμηνεία τών νόμων, δικολαβισμός2. αντιμετώπιση και ερμηνεία όλων τών εκδηλώσεων τής πολιτικής και κοινωνικής ζωής και ουσιαστικών θεμάτων τής τρέχουσας πραγματικότητας υπό το πνεύμα μιας στενής νομικής θεώρησης με αγνόηση τού ουσιώδους και δουλική προσκόλληση στο γράμμα τού νόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομικός + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.